βιδολόγος

βιδολόγος
ο
εργαλείο του οποίου η άκρη προσαρμόζεται στην εγκοπή της βίδας και με περιστροφική κίνηση τη σφίγγει ή τη χαλαρώνει, κατσαβίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιδολόγος — ο το κατσαβίδι: Πρέπει να χρησιμοποιήσεις οπωσδήποτε βιδολόγο για να βιδώσεις βίδα στο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ελικοτόμος — ο εργαλείο που διανοίγει εσωτερικά σπειρώματα, ο βιδολόγος …   Dictionary of Greek

  • κατσαβίδι — το εργαλείο που χρησιμεύει στο βίδωμα ή στο ξεβίδωμα, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzavide] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοστρόφιο — και κοχλιοστροφείο, το εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο στρόφιον, χειλο στρόφιον. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”